- μοσχοτρόφος
- μοσχοτρόφος, -ον (Α)(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέφει μόσχους.[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο-τρόφος, μηλο-τρόφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοσχοτρόφος — rearing calves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοσχοτρόφια — μοσχοτρόφια, τὰ (Α) [μοσχοτρόφος] τόπος όπου τρέφονται μόσχοι … Dictionary of Greek
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek